- δημιουργιῶν
- δημιουργίαworkmanshipfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κιβιέ, Ζορζ Λεοπόλντ — (Georges Leopold Cuvier, Μονπελιέ 1769 – Παρίσι 1832). Γάλλος φυσιοδίφης και ανατόμος, ιδρυτής της σύγχρονης συγκριτικής ανατομίας. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Ακαδημία της Στουτγάρδης, όπου μελέτησε διοίκηση, δίκαιο, οικονομικά, φυσική… … Dictionary of Greek
Κιγιονάγκα Τορίι — (Kiyonaga Torii, Τόκιο 1752 – 1815). Ιάπωνας ζωγράφος και ξυλογράφος. Καταγόταν από την οικογένεια των Τορίι. Αρχικά, εργαζόταν ως βιβλιοπώλης και μετά εγκαταστάθηκε στο Γιέντο, όπου διετέλεσε μαθητής του ζωγράφου Κιγιομίτσου Τορίι. Ο Κ. μελέτησε … Dictionary of Greek
Κοψίδης, Ράλλης — (Μύρινα Λήμνου 1929 –). Ζωγράφος, χαράκτης και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1949) και αργότερα (1954 60) υπήρξε μαθητής του Φώτη Κόντογλου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αγιογραφία, ενώ το όλο έργο του είναι εμπνευσμένο από … Dictionary of Greek
Μάσινγκερ, Φίλιπ — (Philip Massinger, Σόλσμπερι 1583 – Λονδίνο 1640). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 1606 ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου συνεργάστηκε επιτυχώς με διάφορους θεατρικούς συγγραφείς, όπως με τον Ντέκερ, τον Φλέτσερ … Dictionary of Greek